ἐννιτρόγεως

ἐννιτρόγεως
ἐννιτρόγεως, ων,
A with soil impregnated with nitre, Hero *Geom.23.68.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • εννιτρόγεως — ἐννιτρόγεως, ων (Α) αυτός που έχει γη εμποτισμένη με νίτρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < εν + νίτρον + γεως < γη*] …   Dictionary of Greek

  • γη — Γ. ονομάζεται γενικά το έδαφος πάνω στο οποίο κατοικούμε (ετυμολογείται από το αρχαίο γαία). Με ευρύτερη έννοια, ορίζεται επίσης η οικουμένη, ο επίγειος κόσμος, η επιφάνεια του εδάφους. Γ., όμως, ονομάζεται κυρίως ο τρίτος πλανήτης του ηλιακού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”